περιμένω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

περιμένω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική περιμένω (περι- + μένω)

Προφορά

ΔΦΑ : /pe.ɾiˈme.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: περιμένω

Ρήμα

περιμένω, πρτ.: περίμενα (χωρίς παθητική φωνή, ελλειπτικό ρήμα)

  1. μένω στο ίδιο σημείο μέχρι να έρθει κάποιος ή κάτι
    Περιμένω τους φίλους μου.
    Περιμένω το λεωφορείο.
  2. αναμένω να συμβεί κάτι, κάνω υπομονή
    Περιμένω να τελειώσει η ταινία.
      Κωνσταντίνος Καβάφης, Περιμένοντας τους βαρβάρους (1904), στίχ. 1-2
    Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
    Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα
  3. έχω ελπίδες για κάτι, προσδοκώ, ελπίζω
    Περίμενα ότι η εκπομπή θα είχε μεγαλύτερα νούμερα.

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.