λιώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λιώνω < μεσαιωνική ελληνική λιώνω < αρχαία ελληνική λειόω / λειῶ (κάνω λείο) < λεῖος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈʎo.no/
Ρήμα
λιώνω
- (μεταβατικό) μετατρέπω ένα στερεό σώμα σε υγρό
- (μεταβατικό) μετατρέπω ένα στερεό σώμα σε πολτό
- (μεταβατικό) (μεταφορικά) εξουθενώνω έναν αντίπαλο
- Θα σε λιώσω
- ≈ συνώνυμα: εκμηδενίζω, συνθλίβω
- (αμετάβατο) μετατρέπομαι σε υγρό, όντας στερεό
- τα χιόνια έλιωσαν με την πρώτη βροχή
- (αμετάβατο) φθείρομαι
- (αμετάβατο) (σχήμα υπερβολής) εξαντλούμαι
- ≈ συνώνυμα: κουράζομαι
- το παιδί έλιωσε στο διάβασμα
- ≈ συνώνυμα: διαλύομαι
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) δοκιμάζομαι από έντονα συναισθήματα
- είναι πολύ ερωτευμένη· τον κοιτάει και λιώνει
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | λιώνω | έλιωνα | θα λιώνω | να λιώνω | λιώνοντας | |
| β' ενικ. | λιώνεις | έλιωνες | θα λιώνεις | να λιώνεις | λιώνε | |
| γ' ενικ. | λιώνει | έλιωνε | θα λιώνει | να λιώνει | ||
| α' πληθ. | λιώνουμε | λιώναμε | θα λιώνουμε | να λιώνουμε | ||
| β' πληθ. | λιώνετε | λιώνατε | θα λιώνετε | να λιώνετε | λιώνετε | |
| γ' πληθ. | λιώνουν(ε) | έλιωναν λιώναν(ε) |
θα λιώνουν(ε) | να λιώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | έλιωσα | θα λιώσω | να λιώσω | λιώσει | ||
| β' ενικ. | έλιωσες | θα λιώσεις | να λιώσεις | λιώσε | ||
| γ' ενικ. | έλιωσε | θα λιώσει | να λιώσει | |||
| α' πληθ. | λιώσαμε | θα λιώσουμε | να λιώσουμε | |||
| β' πληθ. | λιώσατε | θα λιώσετε | να λιώσετε | λιώστε | ||
| γ' πληθ. | έλιωσαν λιώσαν(ε) |
θα λιώσουν(ε) | να λιώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω λιώσει | είχα λιώσει | θα έχω λιώσει | να έχω λιώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις λιώσει | είχες λιώσει | θα έχεις λιώσει | να έχεις λιώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει λιώσει | είχε λιώσει | θα έχει λιώσει | να έχει λιώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε λιώσει | είχαμε λιώσει | θα έχουμε λιώσει | να έχουμε λιώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε λιώσει | είχατε λιώσει | θα έχετε λιώσει | να έχετε λιώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν λιώσει | είχαν λιώσει | θα έχουν λιώσει | να έχουν λιώσει |
| |
Μεταφράσεις
λιώνω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.