κατανομή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κατανομή | οι | κατανομές |
| γενική | της | κατανομής | των | κατανομών |
| αιτιατική | την | κατανομή | τις | κατανομές |
| κλητική | κατανομή | κατανομές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατανομή < κατανέμω + -ή, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική répartition. Διαφορετικό το ελληνιστικό κατανομή. [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ta.noˈmi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐νο‐μή
Ουσιαστικό
κατανομή θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κατανέμω
- το ακριβές μοίρασμα
- διαχωρισμός και τοποθέτηση σε κάποιο χώρο
Μεταφράσεις
κατανομή
Αναφορές
- κατανομή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κατανομή | αἱ | κατανομαί |
| γενική | τῆς | κατανομῆς | τῶν | κατανομῶν |
| δοτική | τῇ | κατανομῇ | ταῖς | κατανομαῖς |
| αιτιατική | τὴν | κατανομήν | τὰς | κατανομᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | κατανομή | κατανομαί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κατανομᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κατανομαῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατανομή < αρχαία ελληνική κατανέμω + -ή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.