εκμηδενίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκμηδενίζω < εκ- + μηδέν + -ίζω (μηδενίζω), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική annihiler[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ek.mi.ðeˈni.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκμηδενίζω

Ρήμα

εκμηδενίζω, αόρ.: εκμηδένισα, παθ.φωνή: εκμηδενίζομαι, π.αόρ.: εκμηδενίστηκα, μτχ.π.π.: εκμηδενισμένος

  1. μειώνω μια ποσότητα τόσο πολύ ώστε να πλησιάσει στο μηδέν
    Η ζώνη ασφαλείας έχει μειώσει σημαντικά, αλλά όχι εκμηδενίσει την πιθανότητα θανάτου σε τροχαίο ατύχημα.
  2. εξαφανίζω, καταστρέφω

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις εκ, μηδενίζω και μηδέν

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.