γλυκό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γλυκό τα γλυκά
      γενική του γλυκού των γλυκών
    αιτιατική το γλυκό τα γλυκά
     κλητική γλυκό γλυκά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γλυκό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γλυκός
ποικιλία γλυκών

Ουσιαστικό

γλυκό ουδέτερο

  1. (γλυκό) παρασκεύασμα της ζαχαροπλαστικής με γλυκιά γεύση, φτιαγμένο με ζάχαρη ή μέλι
  2. (μόνο στον ενικό) μια από τις πέντε βασικές γεύσεις

Συνώνυμα

Παράγωγα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

γλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.