φαγητό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φαγητό | τα | φαγητά |
| γενική | του | φαγητού | των | φαγητών |
| αιτιατική | το | φαγητό | τα | φαγητά |
| κλητική | φαγητό | φαγητά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φαγητό < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική φαγητόν < φαγ- (θέμα του τρώω) + -ητόν[1]
Ουσιαστικό
φαγητό ουδέτερο
Μεταφράσεις
φαγητό
|
Αναφορές
- φαγητό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.