φαγητό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φαγητό τα φαγητά
      γενική του φαγητού των φαγητών
    αιτιατική το φαγητό τα φαγητά
     κλητική φαγητό φαγητά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φαγητό < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική φαγητόν < φαγ- (θέμα του τρώω) + -ητόν[1]

Ουσιαστικό

φαγητό ουδέτερο

  1. η τροφή, το φαΐ
  2. είδος τροφής
    ποιο φαγητό σού αρέσει;
    το πρόχειρο φαγητό είναι η απόδοση του όρου fast food
  3. η ενέργεια του τρώω, το γεύμα
    τον καλέσαμε το βράδυ για φαγητό
  4. (συνεκδοχικά) η χρονική στιγμή που τρώμε
    μας τηλεφώνησε την ώρα του φαγητού
    μας πέτυχε πάνω στο φαγητό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.