καταπλακώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καταπλακώνω < μεσαιωνική ελληνική καταπλακώνω < κατά + πλακώνω
Συγγενικά
- καταπλακωμένος
- → δείτε τις λέξεις κατά, πλακώνω και πλάκα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καταπλακώνω | καταπλάκωνα | θα καταπλακώνω | να καταπλακώνω | καταπλακώνοντας | |
| β' ενικ. | καταπλακώνεις | καταπλάκωνες | θα καταπλακώνεις | να καταπλακώνεις | καταπλάκωνε | |
| γ' ενικ. | καταπλακώνει | καταπλάκωνε | θα καταπλακώνει | να καταπλακώνει | ||
| α' πληθ. | καταπλακώνουμε | καταπλακώναμε | θα καταπλακώνουμε | να καταπλακώνουμε | ||
| β' πληθ. | καταπλακώνετε | καταπλακώνατε | θα καταπλακώνετε | να καταπλακώνετε | καταπλακώνετε | |
| γ' πληθ. | καταπλακώνουν(ε) | καταπλάκωναν καταπλακώναν(ε) |
θα καταπλακώνουν(ε) | να καταπλακώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καταπλάκωσα | θα καταπλακώσω | να καταπλακώσω | καταπλακώσει | ||
| β' ενικ. | καταπλάκωσες | θα καταπλακώσεις | να καταπλακώσεις | καταπλάκωσε | ||
| γ' ενικ. | καταπλάκωσε | θα καταπλακώσει | να καταπλακώσει | |||
| α' πληθ. | καταπλακώσαμε | θα καταπλακώσουμε | να καταπλακώσουμε | |||
| β' πληθ. | καταπλακώσατε | θα καταπλακώσετε | να καταπλακώσετε | καταπλακώστε | ||
| γ' πληθ. | καταπλάκωσαν καταπλακώσαν(ε) |
θα καταπλακώσουν(ε) | να καταπλακώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καταπλακώσει | είχα καταπλακώσει | θα έχω καταπλακώσει | να έχω καταπλακώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις καταπλακώσει | είχες καταπλακώσει | θα έχεις καταπλακώσει | να έχεις καταπλακώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει καταπλακώσει | είχε καταπλακώσει | θα έχει καταπλακώσει | να έχει καταπλακώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καταπλακώσει | είχαμε καταπλακώσει | θα έχουμε καταπλακώσει | να έχουμε καταπλακώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε καταπλακώσει | είχατε καταπλακώσει | θα έχετε καταπλακώσει | να έχετε καταπλακώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καταπλακώσει | είχαν καταπλακώσει | θα έχουν καταπλακώσει | να έχουν καταπλακώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.