μαγιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η μαγιά
      γενική της μαγιάς
    αιτιατική τη μαγιά
     κλητική μαγιά
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαγιά < (άμεσο δάνειο) τουρκική maya < περσική مايه (māya)

Προφορά

ΔΦΑ : /maˈʝa/
τονικό παρώνυμο: μάγια
παρώνυμο: μαγεία
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαγιά

Ουσιαστικό

μαγιά θηλυκό στον ενικό

  • ουσία που περιέχει μύκητες που προκαλούν ζύμωση
    η μαγιά της μπίρας
  • (μεταφορικά) ο αρχικός πυρήνας που θα δώσει στο μέλλον μια καινούρια εξέλιξη
    αυτή η μικρή παρέα μουσικών ήταν η μαγιά για τη δημιουργία ενός νέου καλλιτεχνικού ρεύματος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.