πίττα

Νέα ελληνικά (el)

Ουσιαστικό

πίττα θηλυκό



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πίττ αἱ πίτται
      γενική τῆς πίττης τῶν πιττῶν
      δοτική τῇ πίττ ταῖς πίτταις
    αιτιατική τὴν πίττᾰν τὰς πίττᾱς
     κλητική ! πίττ πίτται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πίττ
γεν-δοτ τοῖν  πίτταιν
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

πίττα, -ης θηλυκό (πίττᾰ)

  • αττικός τύπος του πίσσα
      5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 1375
    [ΦΙ.] πίττα δήπου καομένης ἐξέρχεται.
      4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Μετεωρολογικά 4.9, p. 149 @scaife.perseus
    φλογιστὰ μὲν οὖν ὅσα φλόγα δύναται παρέχεσθαι· ὅσα δὲ ἀδύνατα, ἀφλόγιστα. ἔστι δὲ φλογιστὰ ὅσα μὴ ὑγρὰ ὄντα θυμιατά ἐστιν· πίττα δὲ ἢ ἔλαιονκηρὸς μᾶλλον μετ' ἄλλων ἢ καθ' αὑτὰ φλογιστά· μάλιστα δ' ὅσα καπνὸν ἀνίησιν.
      4ος/3ος πκε αιώνας Θεόφραστος, Περὶ φυτῶν αἰτιῶν, 5.15.6, @scaife.perseus
    ἡ δ ὑπὸ τοῦ ἐλαίου καὶ τῆς πίττης καὶ τοῦ στέατος — καὶ γὰρ ταῦτα φθείρει καὶ μάλιστα τὰ φυτὰ τὰ νέα· καὶ οὐκ ἐῶσιν ἅπτεσθαι καὶ περιπλέκουσιν — ἐν ἐκείναις ἐστὶ ταῖς αἰτίαις, ὅτι θερμὰ καὶ λεπτὰ τὴν φύσιν ὄντα διαδύεταί τε πόρρω καὶ πυκνοῖ καὶ ἐπικάει τὸν φλοιόν·

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.