μωρός

.

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μωρός η μωρή
& μωρά
το μωρό
      γενική του μωρού της μωρής
& μωράς
του μωρού
    αιτιατική τον μωρό τη μωρή
& μωρά
το μωρό
     κλητική μωρέ μωρή
& μωρά
μωρό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μωροί οι μωρές τα μωρά
      γενική των μωρών των μωρών των μωρών
    αιτιατική τους μωρούς τις μωρές τα μωρά
     κλητική μωροί μωρές μωρά
Οι δεύτεροι τύποι του θηλυκού όπως στην αρχαία κλίση,
συνήθως σε λόγιες παγιωμένες εκφράσεις.
Κατηγορία όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μωρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μωρός[1] Δείτε και μωρό

Προφορά

ΔΦΑ : /moˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μωρός

Επίθετο

μωρός -ή/ά - ό

Εκφράσεις

  • μωρά παρθένος

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική μωρός μωρᾱ́ τὸ μωρόν
      γενική τοῦ μωροῦ τῆς μωρᾶς τοῦ μωροῦ
      δοτική τῷ μωρ τῇ μωρ τῷ μωρ
    αιτιατική τὸν μωρόν τὴν μωρᾱ́ν τὸ μωρόν
     κλητική ! μωρέ μωρᾱ́ μωρόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ μωροί αἱ μωραί τὰ μωρᾰ́
      γενική τῶν μωρῶν τῶν μωρῶν τῶν μωρῶν
      δοτική τοῖς μωροῖς ταῖς μωραῖς τοῖς μωροῖς
    αιτιατική τοὺς μωρούς τὰς μωρᾱ́ς τὰ μωρᾰ́
     κλητική ! μωροί μωραί μωρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μωρώ τὼ μωρᾱ́ τὼ μωρώ
      γεν-δοτ τοῖν μωροῖν τοῖν μωραῖν τοῖν μωροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μωρός < άγνωστης ετυμολογίας. Δεν υπάρχει ικανοποιητική εκδοχή σύνδεσης ούτε με τη σανσκριτική मूर (mūrá, ανόητος). [1][2]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: λατινικά: morus

Επίθετο

μωρός

  1. ανόητος, χαζός
    1. (για πράγματα ή για ενέργειες) αυτός που δείχνει μωρία ή προέρχεται από μωρία
    2. το μῶρον ανοησία
  2. (για τα νεύρα) άτονος, νωθρός, χαλαρός
  3. (για γεύση) ανούσιος, άνοστος

Εκφράσεις

  • μωρά ἀνάγκη: αναπόδραστη ανάγκη
  • μωρότερος Μορύχου: λεγόταν για πολύ ανόητο άνθρωπο

Παράγωγα

  • μώρως (επίρρημα)

Συγγενικά

  • ἀπομωρόω
  • βαρυμωροκάρδιος
  • δριμύμωρος
  • ἐγχεσίμωρος
  • ἰόμωρος
  • καταμωραίνω
  • μωραίνω
  • μωρεύω
  • μωρία
  • μωρίων
  • μωρίζω
  • μωροβλάπτης
  • μωρόφρων
  • μωροκακοήθης
  • μωρόκακος
  • μωρόκαλος
  • μωροκλέπτης
  • μωρολογέω
  • μωρολόγημα
  • μωρολογία
  • μωρολόγος
  • μωρονοέω
  • μωρόομαι
  • μωροποιέω
  • μωροποιός
  • μωροπόνηρος
  • μωρόσοφος
  • μωρόσυκον
  • μώρωσις
  • ὀξύμωρος
  • παντόμωρος
  • παράμωρος
  • σιναμωρέω
  • συμμωραίνω
  • ὑλακόμωρος
  • ὑπόμωρος

Αναφορές

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.