ανόητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανόητος η ανόητη το ανόητο
      γενική του ανόητου της ανόητης του ανόητου
    αιτιατική τον ανόητο την ανόητη το ανόητο
     κλητική ανόητε ανόητη ανόητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανόητοι οι ανόητες τα ανόητα
      γενική των ανόητων των ανόητων των ανόητων
    αιτιατική τους ανόητους τις ανόητες τα ανόητα
     κλητική ανόητοι ανόητες ανόητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανόητος < αρχαία ελληνική ἀνόητος [1] Συγχρονικά αναλύεται σε στερητικό α- + νοητός

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈno.i.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανόητος

Επίθετο

ανόητος, -η, -ο

  1. (για πρόσωπα) χωρίς νου, χωρίς μυαλό
     συνώνυμα: βλάκας, ηλίθιος, κουτός, χαζός
  2. (για ενέργειες) που χαρακτηρίζει έναν άνθρωπο χωρίς μυαλό
    είναι ανόητο αυτό που προσπαθείς να κάνεις
  3. για κάτι που δεν έχει νόημα

Αντώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη νους

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.