μωροπίστευτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μωροπίστευτος | η | μωροπίστευτη | το | μωροπίστευτο |
| γενική | του | μωροπίστευτου | της | μωροπίστευτης | του | μωροπίστευτου |
| αιτιατική | τον | μωροπίστευτο | τη | μωροπίστευτη | το | μωροπίστευτο |
| κλητική | μωροπίστευτε | μωροπίστευτη | μωροπίστευτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μωροπίστευτοι | οι | μωροπίστευτες | τα | μωροπίστευτα |
| γενική | των | μωροπίστευτων | των | μωροπίστευτων | των | μωροπίστευτων |
| αιτιατική | τους | μωροπίστευτους | τις | μωροπίστευτες | τα | μωροπίστευτα |
| κλητική | μωροπίστευτοι | μωροπίστευτες | μωροπίστευτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /mo.ɾoˈpi.ste.ftos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μω‐ρο‐πί‐στευ‐τος
Μεταφράσεις
μωροπίστευτος
|
Αναφορές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.