μωροφιλόδοξος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μωροφιλόδοξος η μωροφιλόδοξη το μωροφιλόδοξο
      γενική του μωροφιλόδοξου της μωροφιλόδοξης του μωροφιλόδοξου
    αιτιατική τον μωροφιλόδοξο τη μωροφιλόδοξη το μωροφιλόδοξο
     κλητική μωροφιλόδοξε μωροφιλόδοξη μωροφιλόδοξο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μωροφιλόδοξοι οι μωροφιλόδοξες τα μωροφιλόδοξα
      γενική των μωροφιλόδοξων των μωροφιλόδοξων των μωροφιλόδοξων
    αιτιατική τους μωροφιλόδοξους τις μωροφιλόδοξες τα μωροφιλόδοξα
     κλητική μωροφιλόδοξοι μωροφιλόδοξες μωροφιλόδοξα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μωροφιλόδοξος < μωρός + -ο- + φιλόδοξος

Επίθετο

μωροφιλόδοξος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.