μωρόπιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μωρόπιστος | η | μωρόπιστη | το | μωρόπιστο |
| γενική | του | μωρόπιστου | της | μωρόπιστης | του | μωρόπιστου |
| αιτιατική | τον | μωρόπιστο | τη | μωρόπιστη | το | μωρόπιστο |
| κλητική | μωρόπιστε | μωρόπιστη | μωρόπιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μωρόπιστοι | οι | μωρόπιστες | τα | μωρόπιστα |
| γενική | των | μωρόπιστων | των | μωρόπιστων | των | μωρόπιστων |
| αιτιατική | τους | μωρόπιστους | τις | μωρόπιστες | τα | μωρόπιστα |
| κλητική | μωρόπιστοι | μωρόπιστες | μωρόπιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /moˈɾo.pi.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μω‐ρό‐πι‐στος
Συνώνυμα
Συγγενικά
Αναφορές
- σελ. 683, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- μωρόπιστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.