μωρουδίστικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μωρουδίστικος | η | μωρουδίστικη | το | μωρουδίστικο |
| γενική | του | μωρουδίστικου | της | μωρουδίστικης | του | μωρουδίστικου |
| αιτιατική | τον | μωρουδίστικο | τη | μωρουδίστικη | το | μωρουδίστικο |
| κλητική | μωρουδίστικε | μωρουδίστικη | μωρουδίστικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μωρουδίστικοι | οι | μωρουδίστικες | τα | μωρουδίστικα |
| γενική | των | μωρουδίστικων | των | μωρουδίστικων | των | μωρουδίστικων |
| αιτιατική | τους | μωρουδίστικους | τις | μωρουδίστικες | τα | μωρουδίστικα |
| κλητική | μωρουδίστικοι | μωρουδίστικες | μωρουδίστικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /mo.ɾuˈði.sti.kos/
Επίθετο
μωρουδίστικος αρσενικό, μωρουδίστικη θηλυκό, μωρουδίστικο ουδέτερο
- (ανεπίσημο) που χαρακτηρίζει ή ταιριάζει σε μωρό
Παράγωγα
- μωρουδίστικα (επίρρημα)
Συγγενικά
- μωρουδιακά
- μωρουδιακός
- → και δείτε τη λέξη μωρό
Αναφορές
- μωρουδίστικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.