μωρέ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μωρέ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μωρέ < κλητική ενικού από την αρχαία ελληνική μωρός

Προφορά

ΔΦΑ : /moˈɾe/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μωρέ

Επιφώνημα

μωρέ! προς άνδρα, αλλά και γυναίκα (προς γυναίκα και μωρή)

  1. συνοδεύει κλητικές ονομάτων σε οικείο τόνο
    Μωρέ Γιώργο! έλα να σου πω κάτι!
  2. εκφράζει ποικίλα συναισθήματα, όπως έκπληξη, ειρωνεία, συμπάθεια κ.λπ.
    Έλα μωρέ Ελένη μου! αστειευόμουνα, μην με παρεξηγείς!

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μωρέ

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.