μωρή

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /moˈɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μωρή
ομόηχο: μωροί

Επιφώνημα

μωρή! προς γυναίκα

  • (λαϊκότροπο) θηλυκό του μωρέ!
    Μωρή Ελένη! σου έχω πει εκατό φορές να μην βάζεις τόσο πολύ αλάτι στο φαΐ!

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη μωρέ

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μωρή

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.