μωρό
Νέα ελληνικά (el)

ένα μωρό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μωρό | τα | μωρά |
| γενική | του | μωρού | των | μωρών |
| αιτιατική | το | μωρό | τα | μωρά |
| κλητική | μωρό | μωρά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μωρό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μωρόν < (ουσιαστικοποιημένο) αρχαία ελληνική μωρός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /moˈɾo/
Ουσιαστικό
μωρό ουδέτερο
Εκφράσεις
- κάνει σαν μωρό: συμπεριφέρεται σαν να ήταν μωρό
- μωρό μου : λέγεται χαϊδευτικά σε αγαπημένα πρόσωπα
Συγγενικά
- μωράκι
- μωρουδάκι
- μωρουδέλι
- μωρούδι
- μωρουδιακός
- μωρουδίζω
- μωρούδισμα
- μωρουδίσματα
- μωρουδίστικος
Συνώνυμα
- αβάφτιστο
- βρέφος
- βυζανιάρικο
- βυζαστάρικο
- βυζασταρούδι
- γεννητάρι
- γεννηταρούδι
- κλαψιάρικο
- λεχούδι
- μικρό
- μπεμπέκα
- μπέμπης
- μυξιάρικο
- νεογέννητο
- νινί
- νήπιο
- νιάνιαρο
- σαλό
- τυλιχταρούδι
Μεταφράσεις
μωρό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
μωρό
Αναφορές
- μωρό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.