μωρό

Νέα ελληνικά (el)

ένα μωρό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μωρό τα μωρά
      γενική του μωρού των μωρών
    αιτιατική το μωρό τα μωρά
     κλητική μωρό μωρά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μωρό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μωρόν < (ουσιαστικοποιημένο) αρχαία ελληνική μωρός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /moˈɾo/

Ουσιαστικό

μωρό ουδέτερο

  1. πολύ νεαρό παιδί που δεν ξέρει ακόμα να μιλά και να περπατά, το βρέφος
    το μωρό κοιμάται στην κούνια
  2. (προσφώνηση) οικεία προσφώνηση πολύ αγαπημένου προσώπου
    μωρό μου!
  3. (μεταφορικά) όμορφο και νεαρό άτομο, κατά το τεκνό
    γνώρισα ένα μωρό χθες...

Εκφράσεις

  • κάνει σαν μωρό: συμπεριφέρεται σαν να ήταν μωρό
  • μωρό μου : λέγεται χαϊδευτικά σε αγαπημένα πρόσωπα

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μωρό

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.