μωρολόγημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μωρολόγημα | τα | μωρολογήματα |
| γενική | του | μωρολογήματος | των | μωρολογημάτων |
| αιτιατική | το | μωρολόγημα | τα | μωρολογήματα |
| κλητική | μωρολόγημα | μωρολογήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μωρολόγημα < (ελληνιστική κοινή) μωρολόγημα
Μεταφράσεις
μωρολόγημα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.