ξεμωραίνω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kse.moˈɾe.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐μω‐ραί‐νω
Ρήμα
ξεμωραίνω, πρτ.: ξεμώραινα, αόρ.: ξεμώρανα, παθ.φωνή: ξεμωραίνομαι, π.αόρ.: ξεμωράθηκα, μτχ.π.π.: ξεμωραμένος
- (μεταβατικό) κάνω κάποιον να αρχίσει να τα χάνει, να παθαίνει άνοια και να κάνει ανοησίες σαν να ήταν μωρό
- ↪ Αυτή η γυναίκα τον ξεμώρανε τον άνθρωπο
- ↪ Μου φαίνεται πως ξεμωράθηκε ο κυρ-Κώστας, μήπως να τηλεφωνήσουμε στα παιδιά του;
Συνώνυμα
- ξεκουτιαίνω
- ξαναμωραίνω (παλιμπαιδίζω)
Συγγενικά
- ξαναμωραμένος
- ξαναμώραμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεμωραίνω | ξεμώραινα | θα ξεμωραίνω | να ξεμωραίνω | ξεμωραίνοντας | |
| β' ενικ. | ξεμωραίνεις | ξεμώραινες | θα ξεμωραίνεις | να ξεμωραίνεις | ξεμώραινε | |
| γ' ενικ. | ξεμωραίνει | ξεμώραινε | θα ξεμωραίνει | να ξεμωραίνει | ||
| α' πληθ. | ξεμωραίνουμε | ξεμωραίναμε | θα ξεμωραίνουμε | να ξεμωραίνουμε | ||
| β' πληθ. | ξεμωραίνετε | ξεμωραίνατε | θα ξεμωραίνετε | να ξεμωραίνετε | ξεμωραίνετε | |
| γ' πληθ. | ξεμωραίνουν(ε) | ξεμώραιναν ξεμωραίναν(ε) |
θα ξεμωραίνουν(ε) | να ξεμωραίνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεμώρανα | θα ξεμωράνω | να ξεμωράνω | ξεμωράνει | ||
| β' ενικ. | ξεμώρανες | θα ξεμωράνεις | να ξεμωράνεις | ξεμώρανε | ||
| γ' ενικ. | ξεμώρανε | θα ξεμωράνει | να ξεμωράνει | |||
| α' πληθ. | ξεμωράναμε | θα ξεμωράνουμε | να ξεμωράνουμε | |||
| β' πληθ. | ξεμωράνατε | θα ξεμωράνετε | να ξεμωράνετε | ξεμωράνετε | ||
| γ' πληθ. | ξεμώραναν ξεμωράναν(ε) |
θα ξεμωράνουν(ε) | να ξεμωράνουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξεμωράνει | είχα ξεμωράνει | θα έχω ξεμωράνει | να έχω ξεμωράνει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξεμωράνει | είχες ξεμωράνει | θα έχεις ξεμωράνει | να έχεις ξεμωράνει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεμωράνει | είχε ξεμωράνει | θα έχει ξεμωράνει | να έχει ξεμωράνει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεμωράνει | είχαμε ξεμωράνει | θα έχουμε ξεμωράνει | να έχουμε ξεμωράνει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεμωράνει | είχατε ξεμωράνει | θα έχετε ξεμωράνει | να έχετε ξεμωράνει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεμωράνει | είχαν ξεμωράνει | θα έχουν ξεμωράνει | να έχουν ξεμωράνει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεμωραίνομαι | ξεμωραινόμουν(α) | θα ξεμωραίνομαι | να ξεμωραίνομαι | ||
| β' ενικ. | ξεμωραίνεσαι | ξεμωραινόσουν(α) | θα ξεμωραίνεσαι | να ξεμωραίνεσαι | ||
| γ' ενικ. | ξεμωραίνεται | ξεμωραινόταν(ε) | θα ξεμωραίνεται | να ξεμωραίνεται | ||
| α' πληθ. | ξεμωραινόμαστε | ξεμωραινόμαστε ξεμωραινόμασταν |
θα ξεμωραινόμαστε | να ξεμωραινόμαστε | ||
| β' πληθ. | ξεμωραίνεστε | ξεμωραινόσαστε ξεμωραινόσασταν |
θα ξεμωραίνεστε | να ξεμωραίνεστε | (ξεμωραίνεστε) | |
| γ' πληθ. | ξεμωραίνονται | ξεμωραίνονταν ξεμωραινόντουσαν |
θα ξεμωραίνονται | να ξεμωραίνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεμωράθηκα | θα ξεμωραθώ | να ξεμωραθώ | ξεμωραθεί | ||
| β' ενικ. | ξεμωράθηκες | θα ξεμωραθείς | να ξεμωραθείς | |||
| γ' ενικ. | ξεμωράθηκε | θα ξεμωραθεί | να ξεμωραθεί | |||
| α' πληθ. | ξεμωραθήκαμε | θα ξεμωραθούμε | να ξεμωραθούμε | |||
| β' πληθ. | ξεμωραθήκατε | θα ξεμωραθείτε | να ξεμωραθείτε | ξεμωραθείτε | ||
| γ' πληθ. | ξεμωράθηκαν ξεμωραθήκαν(ε) |
θα ξεμωραθούν(ε) | να ξεμωραθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ξεμωραθεί | είχα ξεμωραθεί | θα έχω ξεμωραθεί | να έχω ξεμωραθεί | ξεμωραμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ξεμωραθεί | είχες ξεμωραθεί | θα έχεις ξεμωραθεί | να έχεις ξεμωραθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεμωραθεί | είχε ξεμωραθεί | θα έχει ξεμωραθεί | να έχει ξεμωραθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεμωραθεί | είχαμε ξεμωραθεί | θα έχουμε ξεμωραθεί | να έχουμε ξεμωραθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεμωραθεί | είχατε ξεμωραθεί | θα έχετε ξεμωραθεί | να έχετε ξεμωραθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεμωραθεί | είχαν ξεμωραθεί | θα έχουν ξεμωραθεί | να έχουν ξεμωραθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξεμωραμένος - είμαστε, είστε, είναι ξεμωραμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξεμωραμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξεμωραμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξεμωραμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξεμωραμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξεμωραμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξεμωραμένοι | |||||
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ξεμωραίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.