ξεμωραίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεμωραίνω < ξε- + μωραίνω[1] < μωρός

Προφορά

ΔΦΑ : /kse.moˈɾe.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξεμωραίνω

Ρήμα

ξεμωραίνω, πρτ.: ξεμώραινα, αόρ.: ξεμώρανα, παθ.φωνή: ξεμωραίνομαι, π.αόρ.: ξεμωράθηκα, μτχ.π.π.: ξεμωραμένος

  • (μεταβατικό) κάνω κάποιον να αρχίσει να τα χάνει, να παθαίνει άνοια και να κάνει ανοησίες σαν να ήταν μωρό
    Αυτή η γυναίκα τον ξεμώρανε τον άνθρωπο
    Μου φαίνεται πως ξεμωράθηκε ο κυρ-Κώστας, μήπως να τηλεφωνήσουμε στα παιδιά του;

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.