μωρολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η μωρολόγος το μωρολόγο
      γενική του/της μωρολόγου του μωρολόγου
    αιτιατική τον/τη μωρολόγο το μωρολόγο
     κλητική μωρολόγε μωρολόγο
 πτώσεις   πληθυντικός  
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μωρολόγοι τα μωρολόγα
      γενική των μωρολόγων των μωρολόγων
    αιτιατική τους/τις μωρολόγους τα μωρολόγα
     κλητική μωρολόγοι μωρολόγα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μωρολόγος < αρχαία ελληνική μωρολόγος < μωρός + -ο- + -λόγος

Επίθετο

μωρολόγος, -ος, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

μωρολόγος < μωρ(ός) + -ο- + -λόγος

Επίθετο

μωρολόγος αρσενικό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.