μαρή

Νέα ελληνικά (el)

Επιφώνημα

μαρή! προς γυναίκα

  • (λαϊκότροπο, ιδιωματικό) άλλη γραφή του μωρή
      Το κοντινό χωριό το λένε Ρη και η Δαφνούλα γελάει με το όνομα και τραγουδάει ένα τραγουδάκι που της έλεγε ο Αχιλλέας, όταν ήταν πολύ μικρή: «Ταχτιρί πού πας μαρή, στον τσοπάνη για τυρί». (Άλκης Ζέης, Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, εκδ. Μεταίχμιο, 2011)
      Τι φταιν' μαρή οι αραπίνες; Φταίν' οι μουρντάρηδες οι άντροι μας (Παρνασσος, Τόμος 1, Τεύχη 1-8, 1956, σελ. 33)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.