μωροπιστία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μωροπιστία | οι | μωροπιστίες |
| γενική | της | μωροπιστίας | των | μωροπιστιών |
| αιτιατική | τη | μωροπιστία | τις | μωροπιστίες |
| κλητική | μωροπιστία | μωροπιστίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μωροπιστία < μωρόπιστος + -ία
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.