μωραίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μωραίνομαι < παθητική φωνή του ρήματος μωραίνω
Ρήμα
μωραίνομαι
- γίνομαι μωρός, χάνω την ικανότητά μου να σκέφτομαι και να κρίνω σωστά τα πράγματα, αποβλακώνομαι
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μωραίνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.