μωρουδίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μωρουδίζω < μωρούδι + -ίζω < μωρό < μεσαιωνική ελληνική μωρόν < αρχαία ελληνική μωρός

Ρήμα

μωρουδίζω

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη μωρό

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.