μου

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

μου < λείπει η ετυμολογία

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

μου

  1. γενική της προσωπικής αντωνυμίας α' προσώπου (εγώ)
    Το παιδί μού είπε την αλήθεια. (είπε σε μένα)
    Για τον τόνο στο μού δείτε Παράρτημα:Γραμματική (νέα_ελληνικά)#μονοσύλλαβα με τόνο.
    παλιότερη γραφή: μοῦ
  2. κτητική αντωνυμία α' προσώπου
    Το παιδί μου έχει γενέθλια. (το δικό μου παιδί)

Εκφράσεις

Κλίση

Προσωπικές αντωνυμίες
Α' πρόσωποΒ' πρόσωποΓ' πρόσωπο
ενικός
Πτώσηαρσενικόθηλυκόουδέτερο
ονομαστικήεγώεσύαυτός & τοςαυτή & τηαυτό & το
γενικήεμένα & (εμού) & μουεσένα & σουαυτού & τουαυτής & τηςαυτού & του
αιτιατικήεμένα & μεεσένα & σεαυτόν & τοναυτή(ν) & τη(ν)αυτό & το
κλητική-εσύ---
πληθυντικός
ονομαστικήεμείςεσείςαυτοί & τοιαυτές & τεςαυτά & τα
γενικήεμάς & μαςεσάς & σαςαυτών & τουςαυτών & τουςαυτών & τους
αιτιατικήεμάς & μαςεσάς & σαςαυτούς & τουςαυτές & τες/τιςαυτά & τα
κλητική-εσείς---

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

μου < (ηχομιμητική λέξη)

Επιφώνημα

μου άκλιτο συνήθως με παρατεταμένο το ου

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 3

μου < μι με τον φθόγγο [u]

Ουσιαστικό

μου άκλιτο



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

μου

Κλίση

η προσωπική αντωνυμία
  α' πρόσωπο β' πρόσωπο γ' πρόσωπο
πτώσεις ενικός
ονομαστική ἐγώ σύ
γενική ἐμοῦ, μου σοῦ, σου (οὗ)
δοτική ἐμοί, μοι σοί, σοι οἷ, οἱ
αιτιατική ἐμέ, με σέ, σει ()
κλητική (οὗτος) (αὕτη)
πτώσεις πληθυντικός
ονομαστική ἡμεῖς ὑμεῖς (σφεῖς)
γενική ἡμῶν ὑμῶν (σφῶν)
δοτική ἡμῖν ὑμῖν (σφίσι(ν))
αιτιατική ἡμᾶς ὑμᾶς (σφᾶς)
κλητική
πτώσεις δυϊκός
α' πρόσωποβ' πρόσωπογ' πρόσωπο
ονομαστ.αιτιατ. νώ, νῶϊ σφώ, σφῶϊ
γενική-δοτική νῷν σφῷν
Παράρτημα:Γραμματική: Αντωνυμίες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.