οὗτος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

οὗτος < θέμα του άρθρου , (), τό, + επαύξηση -υ- (Ϝ) + δεικτικό θέμα το- (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *to- . *tā-) που συναντάμε στις πλάγιες πτώσεις του άρθρου (όπως τόν, τήν) με αποτέλεσμα τύπους όπως τού-του, τού-τῳ, ταύ-της, ταῦ-τα[1]
Ήδη μυκηναϊκή 𐀵𐀵 (to-to, ουδέτερο τό-το)

Αντωνυμία

οὗτος, αὕτη, τοῦτο

Παράγωγα

  • με τελικό : οὑτοσί, αὑτηΐ, τουτί
  • τύποι και με το γε όπως αὑτήγι, τουτογί, τουτονγί, ταυταγί
  • τύποι και με το μέν όπως τουτονμενί
  • τύποι και με το δέ όπως τουτοδί

Κλίση

η δεικτική αντωνυμία «οὗτος»
ενικός πληθυντικός δυϊκός
αρσενικόθηλυκόουδέτεροαρσενικόθηλυκόουδέτεροόλα τα γένη
ονομαστική οὗτος αὕτη τοῦτο οὗτοι
δωρικός τοῦτοι
αὗται
δωρικός ταῦται
ταῦτᾰ τούτω
γενική τούτου
ιωνικός τουτέου
ταύτης
ιωνικός ταυτέης
δωρικός τούτᾱς
τούτου τούτων
ιωνικός τουτέων
τούτοιν
δοτική τούτῳ ταύτῃ τούτῳ τούτοις ταύταις τούτοις τούτοιν
αιτιατική τοῦτον ταύτην τοῦτο τούτους ταύτᾱς ταῦτᾰ τούτω
κλητική ὦ οὗτος! ὦ αὕτη!
Παράρτημα:Γραμματική: Αντωνυμίες

Αναφορές

  1. ούτος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.