τες

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τες < λείπει η ετυμολογία

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

τες

  • Αδύνατος τύπος της προσωπικής αντωνυμίας αυτές γ΄ προσώπου, θηλυκού γένους, αιτιατικής πληθυντικού. Χρησιμοποιείται μόνο εγκλιτικά (δηλαδή χωρίς τόνο, μετά από τονισμένη λέξη, κυρίως μετά από προστακτική ή μετοχή ενεστώτα).
    βελτίωσέ τες
  • αδύνατος τύπος της προσωπικής αντωνυμίας αυτές γ΄ προσώπου, θηλυκού γένους, ονομαστικής πληθυντικού.
    να τες

Κλιτικός τύπος άρθρου

τες

  • παλιότερη γραφή: τές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.