οὗ

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία 1

οὗ

Επίρρημα

οὗ

  • (τοπικό επίρρημα, αναφορικό επίρρημα) όπου

Ετυμολογία 2

οὗ < αιτιατική < πρωτοελληνική *hwe = ϝ̔ε < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swé (εαυτού)

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας 1

οὗ

  1. αυτού
  2. του (ίδιου του) εαυτού του

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας 2

οὗ

1

η αναφορική αντωνυμία «ὅς»
ενικός πληθυντικός δυϊκός
αρσενικόθηλυκόουδέτεροαρσενικόθηλυκόουδέτεροόλα τα γένηθηλυκό (σπάνια)
ονομαστική ὅς οἵ αἵ (ᾱ)
γενική οὗ ἧς οὗ ὧν οἷν αἷν
δοτική οἷς / οἷσι(ν) αἷς οἷς / οἷσι(ν) οἷν αἷν
αιτιατική ὅν ἥν οὕς ἅς (ᾱ) (ᾱ)
Παράρτημα:Γραμματική: Αντωνυμίες
επική κλίση
σημειώνονται οι διαφορετικοί τύποι
αρσενικόθηλυκόουδέτεροαρσενικόθηλυκόουδέτεροαρσενικό & ουδέτεροθηλυκό
ονομαστική
γενική ὅου ἕης ὅου
δοτική ᾗς / ᾗσι(ν)
αιτιατική
Κατηγορία:Επικοί τύποι

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας 3

οὗ

2

η προσωπική αντωνυμία
  α' πρόσωπο β' πρόσωπο γ' πρόσωπο
πτώσεις ενικός
ονομαστική ἐγώ σύ
γενική ἐμοῦ, μου σοῦ, σου (οὗ)
δοτική ἐμοί, μοι σοί, σοι οἷ, οἱ
αιτιατική ἐμέ, με σέ, σει ()
κλητική (οὗτος) (αὕτη)
πτώσεις πληθυντικός
ονομαστική ἡμεῖς ὑμεῖς (σφεῖς)
γενική ἡμῶν ὑμῶν (σφῶν)
δοτική ἡμῖν ὑμῖν (σφίσι(ν))
αιτιατική ἡμᾶς ὑμᾶς (σφᾶς)
κλητική
πτώσεις δυϊκός
α' πρόσωποβ' πρόσωπογ' πρόσωπο
ονομαστ.αιτιατ. νώ, νῶϊ σφώ, σφῶϊ
γενική-δοτική νῷν σφῷν
Παράρτημα:Γραμματική: Αντωνυμίες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.