παρατεταμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παρατεταμένος | η | παρατεταμένη | το | παρατεταμένο |
| γενική | του | παρατεταμένου | της | παρατεταμένης | του | παρατεταμένου |
| αιτιατική | τον | παρατεταμένο | την | παρατεταμένη | το | παρατεταμένο |
| κλητική | παρατεταμένε | παρατεταμένη | παρατεταμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παρατεταμένοι | οι | παρατεταμένες | τα | παρατεταμένα |
| γενική | των | παρατεταμένων | των | παρατεταμένων | των | παρατεταμένων |
| αιτιατική | τους | παρατεταμένους | τις | παρατεταμένες | τα | παρατεταμένα |
| κλητική | παρατεταμένοι | παρατεταμένες | παρατεταμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παρατεταμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παρατείνω
Μετοχή
παρατεταμένος, παρατεταμένη, παρατεταμένο
- παρατεταμένες βροχοπτώσεις
- παρατεταμένη καλοκαιρία (και παρατεινόμενη)
- παρατεταμένο χειροκρότημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.