αυτών
Νέα ελληνικά
(el)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
afˈton
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
αυ
‐
τών
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
αυτών
αιτιατική
ενικού
,
αρσενικού
,
θηλυκού
ή
ουδέτερου
γένους
του
αυτός
αυτωνών
(
λαϊκότροπο
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.