αντωνυμία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντωνυμία οι αντωνυμίες
      γενική της αντωνυμίας των αντωνυμιών
    αιτιατική την αντωνυμία τις αντωνυμίες
     κλητική αντωνυμία αντωνυμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντωνυμία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀντωνυμία < ἀντί + ὄνυμα. Συγχρονικά αναλύεται σε αντ- + -ωνυμία
  • για τη σημασία «αντίθεση» < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /an.do.niˈmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντωνυμία
παλιότερος συλλαβισμός: αντωνυμία

Ουσιαστικό

αντωνυμία θηλυκό

  1. (γραμματική) κλιτή λέξη που αντικαθιστά ένα ουσιαστικό ή επίθετο
    Οι αντωνυμίες μπορεί να είναι αναφορικές, αόριστες, αυτοπαθείς, δεικτικές, ερωτηματικές, κτητικές, οριστικές ή προσωπικές.
  2. η αντίθεση στη σημασία λέξεων [1]
     αντώνυμα: συνωνυμία
     δείτε τη λέξη αντώνυμο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)

Πηγές

  • αντωνυμία - Γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας που χρησιμοποιούνται στα σχολικά εγχειρίδια. - Digital PanGloss στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.