αλφαβητάριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλφαβητάριο τα αλφαβητάρια
      γενική του αλφαβητάριου
& αλφαβηταρίου
των αλφαβητάριων
& αλφαβηταρίων
    αιτιατική το αλφαβητάριο τα αλφαβητάρια
     κλητική αλφαβητάριο αλφαβητάρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Το «Αλφαβητάριο του 1917, γνωστότερο ως «Το αλφαβητάρι με τον ήλιο».

Ετυμολογία

αλφαβητάριο < αλφαβητάρι με λόγια επίδραση < μεσαιωνική ελληνική ἀλφαβητάριον (και ἀλφαβητάριν), υποκοριστικό για την ελληνιστική κοινή ἀλφάβητ(ος) [1] Μορφολογικά αναλύεται σε αλφάβητ(ος) + άριο

Προφορά

ΔΦΑ : /al.fa.viˈta.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλφαβητάριο

Ουσιαστικό

αλφαβητάριο ουδέτερο

  1. (εκπαίδευση) το βιβλίο για μικρά παιδιά με το οποίο μαθαίνουν το αλφάβητο και την ανάγνωση
  2. (μεταφορικά) τα βασικά στοιχεία από κάτι που μπορεί να μάθει κάποιος

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις αλφάβητο, άλφα και βήτα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.