μοιρολατρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μοιρολατρία | οι | μοιρολατρίες |
| γενική | της | μοιρολατρίας | των | μοιρολατριών |
| αιτιατική | τη | μοιρολατρία | τις | μοιρολατρίες |
| κλητική | μοιρολατρία | μοιρολατρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μοιρολατρία < μοιρολάτρης + -ία
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.