διμοιρίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διμοιρίτης | οι | διμοιρίτες |
| γενική | του | διμοιρίτη | των | διμοιριτών |
| αιτιατική | τον | διμοιρίτη | τους | διμοιρίτες |
| κλητική | διμοιρίτη | διμοιρίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διμοιρίτης < ελληνιστική κοινή διμοιρίτης < διμοιρία
Μεταφράσεις
διμοιρίτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.