διμοιρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διμοιρία | οι | διμοιρίες |
| γενική | της | διμοιρίας | των | διμοιριών |
| αιτιατική | τη | διμοιρία | τις | διμοιρίες |
| κλητική | διμοιρία | διμοιρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διμοιρία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διμοιρία (σημασία αρχαία ελληνική διμοιρία (διπλό μερίδιο)) < δι- (δίς) + μοῖρ(α) + -ία [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.miˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐μοι‐ρί‐α
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- διμοιρία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- διμοιρία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | διμοιρίᾱ | αἱ | διμοιρίαι |
| γενική | τῆς | διμοιρίᾱς | τῶν | διμοιριῶν |
| δοτική | τῇ | διμοιρίᾳ | ταῖς | διμοιρίαις |
| αιτιατική | τὴν | διμοιρίᾱν | τὰς | διμοιρίᾱς |
| κλητική ὦ! | διμοιρίᾱ | διμοιρίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διμοιρίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | διμοιρίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
διμοιρία, -ας θηλυκό
- διπλό μερίδιο, διπλή πληρωμή
- (ελληνιστική σημασία)
- τα δύο τρίτα
- (στρατιωτικός όρος) διμοιρία στρατιωτών
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διονύσιος Ἁλικαρνασσεύς, Ῥωμαϊκὴ Ἀρχαιολογία, 8.77@perseus.tufts.edu
- μεριζομένων εἰς τρεῖς κλήρους τῶν λαφύρων τοὺς μὲν ὑπηκόους τε καὶ ἐπηλύδας διμοιρίας λαμβάνειν
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διονύσιος Ἁλικαρνασσεύς, Ῥωμαϊκὴ Ἀρχαιολογία, 8.77@perseus.tufts.edu
Παράγωγα
- διμοιραῖος
- διμοιράκις
- διμοιριαῖος
- διμοιρίτης
- δίμοιρον
- δίμοιρος
- διπλασιεπιδίμοιρος
- ἡμιλόχιον
Πηγές
- διμοιρία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διμοιρία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.