διμοιρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διμοιρία οι διμοιρίες
      γενική της διμοιρίας των διμοιριών
    αιτιατική τη διμοιρία τις διμοιρίες
     κλητική διμοιρία διμοιρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διμοιρία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διμοιρία (σημασία αρχαία ελληνική διμοιρία (διπλό μερίδιο)) < δι- (δίς) + μοῖρ(α) + -ία [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.miˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διμοιρία

Ουσιαστικό

διμοιρία θηλυκό

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις δις, δύο, μοίρασμα και μοίρα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διμοιρί αἱ διμοιρίαι
      γενική τῆς διμοιρίᾱς τῶν διμοιριῶν
      δοτική τῇ διμοιρί ταῖς διμοιρίαις
    αιτιατική τὴν διμοιρίᾱν τὰς διμοιρίᾱς
     κλητική ! διμοιρί διμοιρίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διμοιρί
γεν-δοτ τοῖν  διμοιρίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διμοιρία < δι- (δίς) + μοῖρ(α) + -ία

Ουσιαστικό

διμοιρία, -ας θηλυκό

  1. διπλό μερίδιο, διπλή πληρωμή
  2. (ελληνιστική σημασία)
    1. τα δύο τρίτα
    2. (στρατιωτικός όρος) διμοιρία στρατιωτών
        1ος κε αιώνας Διονύσιος Ἁλικαρνασσεύς, Ῥωμαϊκὴ Ἀρχαιολογία, 8.77@perseus.tufts.edu
      μεριζομένων εἰς τρεῖς κλήρους τῶν λαφύρων τοὺς μὲν ὑπηκόους τε καὶ ἐπηλύδας διμοιρίας λαμβάνειν

Παράγωγα

  • διμοιραῖος
  • διμοιράκις
  • διμοιριαῖος
  • διμοιρίτης
  • δίμοιρον
  • δίμοιρος
  • διπλασιεπιδίμοιρος

  • ἡμιλόχιον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.