μοιρολογώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μοιρολογώ < (ελληνιστική κοινή) μοιρολογῶ < μοῖρα + λέγω

Προφορά

ΔΦΑ : /mi.ɾo.loˈɣo/

Ρήμα

μοιρολογώ

  1. λέω θρηνητικό τραγούδι για κάποιον που πέθανε
     συνώνυμα: θρηνωδώ
  2. (μεταφορικά) εκφράζω παράνονο ή δυσαρέσκεια με θρήνους

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.