αδερφομοιράδι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αδερφομοιράδι | τα | αδερφομοιράδια |
| γενική | του | αδερφομοιραδιού | των | αδερφομοιραδιών |
| αιτιατική | το | αδερφομοιράδι | τα | αδερφομοιράδια |
| κλητική | αδερφομοιράδι | αδερφομοιράδια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αδερφομοιράδι < αδερφο- + μοιράδι. Δείτε και το μεσαιωνικό ἀδελφομεράδι.
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ðeɾ.fo.miˈɾa.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δερ‐φο‐μοι‐ρά‐δι
Ουσιαστικό
αδερφομοιράδι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) το μερίδιο από την περιουσία της οικογένειας ή την κληρονομιά που παίρνει ο κάθε αδελφός
- ※ Στη μέση του σπιτιού ένα δέντρο, Αυτό που ήταν στην αυλή βλάστησε μέχρι το παραπόρτι και μπήκε μέσα σαν κληρονόμος από αδερφομοιράδι
- Σταυρούλα Δημητρίου, Η επιστροφή της Κίχλης, εκδ. Λιβάνη, 2017
- ※ Άλλωστε τα ακίνητα των διαδίκων προέρχονταν από ένα ενιαίο ακίνητο, το οποίο μοιράσθηκαν δύο αδέρφια, δηλαδή ήταν "αδερφομοιράδι" και ως εκ τούτου το ακίνητο της ενάγουσας και των εναγομένων έχουν περίπου την ίδια επιφάνεια
- ※ Στη μέση του σπιτιού ένα δέντρο, Αυτό που ήταν στην αυλή βλάστησε μέχρι το παραπόρτι και μπήκε μέσα σαν κληρονόμος από αδερφομοιράδι
- αδερφομεράδι / αδελφομεράδι
- αδερφομοίρι / αδελφομοίρι
Μεταφράσεις
αδερφομοιράδι
|
|
Πηγές
- αδερφομοιράδι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.