άμοιρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άμοιρος η άμοιρη το άμοιρο
      γενική του άμοιρου της άμοιρης του άμοιρου
    αιτιατική τον άμοιρο την άμοιρη το άμοιρο
     κλητική άμοιρε άμοιρη άμοιρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άμοιροι οι άμοιρες τα άμοιρα
      γενική των άμοιρων των άμοιρων των άμοιρων
    αιτιατική τους άμοιρους τις άμοιρες τα άμοιρα
     κλητική άμοιροι άμοιρες άμοιρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άμοιρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄμοιρος < ἄ- (ά- στερητικό) + -μοιρος (μοῖρα)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.mi.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άμοιρος

Επίθετο

άμοιρος, -η, -ο

  1. που δεν έχει καλή μοίρα
     συνώνυμα: άτυχος, δυστυχής, δύστυχος κακόμοιρος, κακότυχος
  2. που δεν συμμετέχει σε κάτι, δεν έχει πάρει μέρος
     συνώνυμα: αμέτοχος

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.