αμοιρολόγητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμοιρολόγητος | η | αμοιρολόγητη | το | αμοιρολόγητο |
| γενική | του | αμοιρολόγητου | της | αμοιρολόγητης | του | αμοιρολόγητου |
| αιτιατική | τον | αμοιρολόγητο | την | αμοιρολόγητη | το | αμοιρολόγητο |
| κλητική | αμοιρολόγητε | αμοιρολόγητη | αμοιρολόγητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμοιρολόγητοι | οι | αμοιρολόγητες | τα | αμοιρολόγητα |
| γενική | των | αμοιρολόγητων | των | αμοιρολόγητων | των | αμοιρολόγητων |
| αιτιατική | τους | αμοιρολόγητους | τις | αμοιρολόγητες | τα | αμοιρολόγητα |
| κλητική | αμοιρολόγητοι | αμοιρολόγητες | αμοιρολόγητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αμοιρολόγητος, -η, -ο
- που δεν τον έχουν μοιρολογήσει, δεν του έχουν πει μοιρολόγια
- που δεν τον έχουν πενθήσει
Συνώνυμα
Πηγές
- αμοιρολόγητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.