οσφυϊκή μοίρα
Νέα ελληνικά (el)
Πολυλεκτικός όρος
οσφυϊκή μοίρα θηλυκό
- (ανατομία) η ομάδα των πέντε οσφυϊκών σπονδύλων της σπονδυλικής στήλης
Μεταφράσεις
οσφυϊκή μοίρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.