μεμψιμοιρώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μεμψιμοιρώ < ελληνιστική κοινή μεμψιμοιρέω / μεμψιμοιρῶ < μεμψίμοιρος
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις μεμψίμοιρος, μέμφομαι και μοίρα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μεμψιμοιρώ | μεμψιμοιρούσα | θα μεμψιμοιρώ | να μεμψιμοιρώ | μεμψιμοιρώντας | |
| β' ενικ. | μεμψιμοιρείς | μεμψιμοιρούσες | θα μεμψιμοιρείς | να μεμψιμοιρείς | (μεμψιμοίρει) | |
| γ' ενικ. | μεμψιμοιρεί | μεμψιμοιρούσε | θα μεμψιμοιρεί | να μεμψιμοιρεί | ||
| α' πληθ. | μεμψιμοιρούμε | μεμψιμοιρούσαμε | θα μεμψιμοιρούμε | να μεμψιμοιρούμε | ||
| β' πληθ. | μεμψιμοιρείτε | μεμψιμοιρούσατε | θα μεμψιμοιρείτε | να μεμψιμοιρείτε | μεμψιμοιρείτε | |
| γ' πληθ. | μεμψιμοιρούν(ε) | μεμψιμοιρούσαν(ε) | θα μεμψιμοιρούν(ε) | να μεμψιμοιρούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μεμψιμοίρησα | θα μεμψιμοιρήσω | να μεμψιμοιρήσω | μεμψιμοιρήσει | ||
| β' ενικ. | μεμψιμοίρησες | θα μεμψιμοιρήσεις | να μεμψιμοιρήσεις | μεμψιμοίρησε | ||
| γ' ενικ. | μεμψιμοίρησε | θα μεμψιμοιρήσει | να μεμψιμοιρήσει | |||
| α' πληθ. | μεμψιμοιρήσαμε | θα μεμψιμοιρήσουμε | να μεμψιμοιρήσουμε | |||
| β' πληθ. | μεμψιμοιρήσατε | θα μεμψιμοιρήσετε | να μεμψιμοιρήσετε | μεμψιμοιρήστε | ||
| γ' πληθ. | μεμψιμοίρησαν μεμψιμοιρήσαν(ε) |
θα μεμψιμοιρήσουν(ε) | να μεμψιμοιρήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μεμψιμοιρήσει | είχα μεμψιμοιρήσει | θα έχω μεμψιμοιρήσει | να έχω μεμψιμοιρήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μεμψιμοιρήσει | είχες μεμψιμοιρήσει | θα έχεις μεμψιμοιρήσει | να έχεις μεμψιμοιρήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μεμψιμοιρήσει | είχε μεμψιμοιρήσει | θα έχει μεμψιμοιρήσει | να έχει μεμψιμοιρήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μεμψιμοιρήσει | είχαμε μεμψιμοιρήσει | θα έχουμε μεμψιμοιρήσει | να έχουμε μεμψιμοιρήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μεμψιμοιρήσει | είχατε μεμψιμοιρήσει | θα έχετε μεμψιμοιρήσει | να έχετε μεμψιμοιρήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μεμψιμοιρήσει | είχαν μεμψιμοιρήσει | θα έχουν μεμψιμοιρήσει | να έχουν μεμψιμοιρήσει |
| |
Μεταφράσεις
μεμψιμοιρώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.