degree

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
degree degrees

Ουσιαστικό

degree (en)

  1. μοίρα, το 1/360 του κύκλου
  2. βαθμός μιας κλίμακας μέτρησης, πχ Κελσίου
  3. βαθμός, η έκταση που έχει πάρει ένα φαινόμενο
  4. πτυχίο πανεπιστημιακό
  5. (βάσεις δεδομένων) ο βαθμός σχέσης ή πίνακα[1]
    Συνώνυμο: arity
    Συγγενικό: cardinality

  • degree στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

  1. Ευαγγελία Πιτουρά, «Το Σχεσιακό Μοντέλο και η Σχεσιακή Άλγεβρα», σελ. 45, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Προσπέλαση 2020-02-04
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.