μοίραρχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μοίραρχος οι μοίραρχοι
      γενική του μοίραρχου
& μοιράρχου
των μοίραρχων
& μοιράρχων
    αιτιατική τον μοίραρχο τους μοίραρχους
& μοιράρχους
     κλητική μοίραρχε μοίραρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μοίραρχος < μοίρα + -αρχος

Ουσιαστικό

μοίραρχος αρσενικό

  1. (στρατιωτικός βαθμός) κατώτερος αξιωματικός της Ελληνικής Χωροφυλακής. Αντίστοιχος βαθμός στο Στρατό Ξηράς είναι ο λοχαγός. Ιεραρχικά είναι ανώτερος του υπομοιράρχου και κατώτερος του ταγματάρχη Χωροφυλακής.
  2. (στρατιωτικός όρος) ανώτερος ή ανώτατος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού, που ηγείται μιας ναυτικής μοίρας
  3. ο διοικητής αεροπορικής μοίρας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.