κακόμοιρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κακόμοιρος | η | κακόμοιρη | το | κακόμοιρο |
| γενική | του | κακόμοιρου | της | κακόμοιρης | του | κακόμοιρου |
| αιτιατική | τον | κακόμοιρο | την | κακόμοιρη | το | κακόμοιρο |
| κλητική | κακόμοιρε | κακόμοιρη | κακόμοιρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κακόμοιροι | οι | κακόμοιρες | τα | κακόμοιρα |
| γενική | των | κακόμοιρων | των | κακόμοιρων | των | κακόμοιρων |
| αιτιατική | τους | κακόμοιρους | τις | κακόμοιρες | τα | κακόμοιρα |
| κλητική | κακόμοιροι | κακόμοιρες | κακόμοιρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κακόμοιρος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κακόμοιρος < (αρχαία ελληνική κακός) κακό- + μοῖρ(α) + -ος
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈko.mi.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐κό‐μοι‐ρος
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- κακόμοιρος < αρχαία ελληνική κακός) κακό- + μοῖρ(α) + -ος
Συγγενικά
Πηγές
- κακόμοιρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κακόμοιρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.