μοιράζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μοιράζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μοιράζω ή από την ελληνιστική κοινή < αρχαία ελληνική μοιράω / μοιρῶ < αρχαία ελληνική μοῖρα
Προφορά
- ΔΦΑ : /miˈɾa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μοι‐ρά‐ζω
Ρήμα
μοιράζω, αόρ.: μοίρασα, παθ.φωνή: μοιράζομαι, π.αόρ.: μοιράστηκα, μτχ.π.π.: μοιρασμένος
- διαιρώ κάτι σε κομμάτια και τα δίνω σε διαφορετικούς ανθρώπους (πιθανόν να παίρνω κι εγώ μερίδιο)
- ↪ Μοιράζω το μήλο σε τέσσερα κομμάτια.
- ↪ Η πρωτοχρονιάτικη πίτα μοιράστηκε σε οχτώ κομμάτια.
- ↪ Να μοιράσουμε τη δουλειά για να τελειώσουμε γρηγορότερα;
- διανέμω μια ποσότητα αντικειμένων σε πολλούς αποδέκτες
- ↪ Θα μοιράσουν τα βιβλία στους μαθητές πριν τον αγιασμό.
- ↪ Φέτος τα βιβλία άργησαν να μοιραστούν στους μαθητές.
- ↪ Ο ταχυδρόμος μοιράζει τα γράμματα.
- προσφέρω κάτι σε πολλούς άλλους ανθρώπους
- ↪ Πρόσεχε τους απατεώνες, κανείς δε μοιράζει λεφτά.
- (σε χαρτοπαίγνιο) έχοντας ανακατέψει την τράπουλα, δίνω στον κάθε παίκτη ένα συγκεκριμένο αριθμό φύλλων
- → δείτε και σημασίες μόνο για την παθητική φωνή μοιράζομαι
Συγγενικά
- αδερφομοιρασιά
- αδερφομοίρασμα
- αδικομοιρασμένος
- αμοίραστα
- αμοίραστος
- απομοιράζω
- ασυμμοίραστος
- διαμοιράζω & συγγενικά
- ισομοιράζω
- καλομοιρασμένος
- μοιράσι
- μοιρασιά
- μοίρασμα
- μοιρασμένος
- μοιρασμός
- μοιρασοχάρτι
- μοιραστής
- μοιραστικός
- μοιραστός
- μοιράστρα
- κακομοιρασμένος
- ξαναμοιράζω
- ξαναμοίρασμα
- ξαναμοιρασμένος
- ψυχομοιρασιά
- → δείτε και τη λέξη μοίρα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μοιράζω | μοίραζα | θα μοιράζω | να μοιράζω | μοιράζοντας | |
| β' ενικ. | μοιράζεις | μοίραζες | θα μοιράζεις | να μοιράζεις | μοίραζε | |
| γ' ενικ. | μοιράζει | μοίραζε | θα μοιράζει | να μοιράζει | ||
| α' πληθ. | μοιράζουμε | μοιράζαμε | θα μοιράζουμε | να μοιράζουμε | ||
| β' πληθ. | μοιράζετε | μοιράζατε | θα μοιράζετε | να μοιράζετε | μοιράζετε | |
| γ' πληθ. | μοιράζουν(ε) | μοίραζαν μοιράζαν(ε) |
θα μοιράζουν(ε) | να μοιράζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μοίρασα | θα μοιράσω | να μοιράσω | μοιράσει | ||
| β' ενικ. | μοίρασες | θα μοιράσεις | να μοιράσεις | μοίρασε | ||
| γ' ενικ. | μοίρασε | θα μοιράσει | να μοιράσει | |||
| α' πληθ. | μοιράσαμε | θα μοιράσουμε | να μοιράσουμε | |||
| β' πληθ. | μοιράσατε | θα μοιράσετε | να μοιράσετε | μοιράστε | ||
| γ' πληθ. | μοίρασαν μοιράσαν(ε) |
θα μοιράσουν(ε) | να μοιράσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μοιράσει | είχα μοιράσει | θα έχω μοιράσει | να έχω μοιράσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μοιράσει | είχες μοιράσει | θα έχεις μοιράσει | να έχεις μοιράσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μοιράσει | είχε μοιράσει | θα έχει μοιράσει | να έχει μοιράσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μοιράσει | είχαμε μοιράσει | θα έχουμε μοιράσει | να έχουμε μοιράσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μοιράσει | είχατε μοιράσει | θα έχετε μοιράσει | να έχετε μοιράσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μοιράσει | είχαν μοιράσει | θα έχουν μοιράσει | να έχουν μοιράσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μοιράζομαι | μοιραζόμουν(α) | θα μοιράζομαι | να μοιράζομαι | ||
| β' ενικ. | μοιράζεσαι | μοιραζόσουν(α) | θα μοιράζεσαι | να μοιράζεσαι | παρακΒ=1 | |
| γ' ενικ. | μοιράζεται | μοιραζόταν(ε) | θα μοιράζεται | να μοιράζεται | ||
| α' πληθ. | μοιραζόμαστε | μοιραζόμαστε μοιραζόμασταν |
θα μοιραζόμαστε | να μοιραζόμαστε | ||
| β' πληθ. | μοιράζεστε | μοιραζόσαστε μοιραζόσασταν |
θα μοιράζεστε | να μοιράζεστε | (μοιράζεστε) | |
| γ' πληθ. | μοιράζονται | μοιράζονταν μοιραζόντουσαν |
θα μοιράζονται | να μοιράζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μοιράστηκα | θα μοιραστώ | να μοιραστώ | μοιραστεί | ||
| β' ενικ. | μοιράστηκες | θα μοιραστείς | να μοιραστείς | μοιράσου | ||
| γ' ενικ. | μοιράστηκε | θα μοιραστεί | να μοιραστεί | |||
| α' πληθ. | μοιραστήκαμε | θα μοιραστούμε | να μοιραστούμε | |||
| β' πληθ. | μοιραστήκατε | θα μοιραστείτε | να μοιραστείτε | μοιραστείτε | ||
| γ' πληθ. | μοιράστηκαν μοιραστήκαν(ε) |
θα μοιραστούν(ε) | να μοιραστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω μοιραστεί | είχα μοιραστεί | θα έχω μοιραστεί | να έχω μοιραστεί | μοιρασμένος | |
| β' ενικ. | έχεις μοιραστεί | είχες μοιραστεί | θα έχεις μοιραστεί | να έχεις μοιραστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει μοιραστεί | είχε μοιραστεί | θα έχει μοιραστεί | να έχει μοιραστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε μοιραστεί | είχαμε μοιραστεί | θα έχουμε μοιραστεί | να έχουμε μοιραστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε μοιραστεί | είχατε μοιραστεί | θα έχετε μοιραστεί | να έχετε μοιραστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν μοιραστεί | είχαν μοιραστεί | θα έχουν μοιραστεί | να έχουν μοιραστεί | ||
Μεταφράσεις
Πηγές
- μοιράζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μοιράζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.