δύσμοιρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δύσμοιρος η δύσμοιρη το δύσμοιρο
      γενική του δύσμοιρου της δύσμοιρης του δύσμοιρου
    αιτιατική τον δύσμοιρο τη δύσμοιρη το δύσμοιρο
     κλητική δύσμοιρε δύσμοιρη δύσμοιρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δύσμοιροι οι δύσμοιρες τα δύσμοιρα
      γενική των δύσμοιρων των δύσμοιρων των δύσμοιρων
    αιτιατική τους δύσμοιρους τις δύσμοιρες τα δύσμοιρα
     κλητική δύσμοιροι δύσμοιρες δύσμοιρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δύσμοιρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δύσμοιρος[1] Συγχρονικά αναλύετα σε δύσ- + μοίρ(α) + -ος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈði.zmi.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δύσμοιρος
παλιότερος συλλαβισμός: δύσμοιρος

Επίθετο

δύσμοιρος -η -ο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.