σπονδυλική στήλη
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σπονδυλική στήλη < → δείτε τις λέξεις σπονδυλικός και στήλη
Προφορά
- ΔΦΑ : /spon.ði.liˈci ˈsti.li/
Πολυλεκτικός όρος

Η ανθρώπινη σπονδυλική στήλη με τα κυρτώματά της
σπονδυλική στήλη θηλυκό
- (ανατομία) το κεντρικό τμήμα του σκελετού των σπονδυλωτών ζώων
- (μεταφορικά) ο άξονας γύρω από τον οποίο αρθρώνεται ένα σύνολο (μια ιδεολογία, μια θεωρία, ένα σύστημα κ.λπ.)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
σπονδυλική στήλη
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.