λίθος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η λίθος οι λίθοι
      γενική του/της λίθου των λίθων
    αιτιατική τον/τη λίθο τους/τις λίθους
     κλητική λίθε λίθοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
λεπτομέρεια κτίσματος από λίθο
διάφοροι πολύτιμοι λίθοι

Ετυμολογία

λίθος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λίθος < άγνωστης ετυμολογίας

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈli.θos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λίθος

Ουσιαστικό

λίθος αρσενικό (ή θηλυκό σε παγιωμένες εκφράσεις)

  • (αρσενικό, λόγιο) η πέτρα (ως υλικό οικοδομικών εργασιών, στην ιατρική, κοσμηματοποιία

Συνώνυμα

Εκφράσεις

αρσενικό

θηλυκό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λίθος οι λίθοι
      γενική της λίθου των λίθων
    αιτιατική τη λίθο τις λίθους
     κλητική λίθε λίθοι
Ο λίθος' ως θηλυκό σε παγιωμένες λόγιες εκφράσεις
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

αρσενικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λίθος οἱ λίθοι
      γενική τοῦ λίθου τῶν λίθων
      δοτική τῷ λίθ τοῖς λίθοις
    αιτιατική τὸν λίθον τοὺς λίθους
     κλητική ! λίθε λίθοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λίθω
γεν-δοτ τοῖν  λίθοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
θηλυκό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λίθος αἱ λίθοι
      γενική τῆς λίθου τῶν λίθων
      δοτική τῇ λίθ ταῖς λίθοις
    αιτιατική τὴν λίθον τὰς λίθους
     κλητική ! λίθε λίθοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λίθω
γεν-δοτ τοῖν  λίθοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λίθος, ήδη ομηρικό ως αρσενικό και θηλυκό < άγνωστης ετυμολογίας

Ουσιαστικό

λίθος αρσενικό ή θηλυκό

  1. αρσενικό
    1. πέτρα, λίθος
    2. οτιδήποτε έχει γίνει σκληρό σαν πέτρα, αντίθετα με το ξύλο ή τη σάρκα
    3. (μεταφορικά) για ηλιθιότητα, αντίστοιχο του κούτσουρο απελέκητο, στόκος
  2. θηλυκό
    1. (ορυκτολογία) λίθος με ξεχωριστές ιδιότητες (όπως ο μαγνήτης) ή πολύτιμος λίθος
    2. κομμάτι κρυστάλλου που συγκεντρώνει σαν φακός τις ακτίνες του ήλιου για το άναμμα φωτιάς
      διαφανὴς λίθος
    3. ονομασία διάφορων συμπλεγμάτων από πέτρες που χρησιμοποιούνταν σαν βῆμα για ομιλητές, όπως το βήμα της Πνύκας (στην αρχαία Αθήνα) ή για κήρυκες
    4. (ιατρική) πέτρα μέσα σε κύστη
    5. (ελληνιστική σημασία) ταφόπετρα
    6. (ελληνιστική σημασία) πιόνι ή πούλι παιχνιδιού

Πολυλεκτικοί όροι

  • διαφανὴς λίθος
  • Λυδία λίθος: πέτρα από μαύρο σκληρό πέτρωμα με το οποίο ελέγχονταν η καθαρότητα του χρυσού και του ασημιού
  • Μαγνῆτις λίθος / Ἡρακλεία λίθος: μαγνήτης
  • μαργαρῖτις λίθος
  • χυτὴ λίθος: άλλη ονομασία του γυαλιού

Εκφράσεις

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.