κύστη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κύστη οι κύστεις
      γενική της κύστης* των κύστεων
    αιτιατική την κύστη τις κύστεις
     κλητική κύστη κύστεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κύστεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κύστη < αρχαία ελληνική κύστις < κύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱeuh₁- (φουσκώνω, πρήζομαι)

Ουσιαστικό

κύστη θηλυκό

  1. (ανατομία) υμενώδης θύλακος του σώματος, όπου συλλέγεται οργανικό υγρό, π.χ. ουροδόχος κύστη
  2. θύλακας ελαστικός, φούσκα
  3. νεόπλασμα, όγκος με μορφή κύστεως
  4. ειδική σακούλα που γεμίζει με κάτι (π.χ. κρύο νερό, πάγο κ.λπ.) και χρησιμοποιείται για ιατρικούς ή άλλους λόγους
     δείτε τη λέξη παγοκύστη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.